![](https://thessaloniki.arsakeio.gr/wp-content/uploads/2020/03/Σημείο-ελευθερίας-Χρήστος-Μποκόρος.jpg)
«Όλη δόξα, όλη χάρη, άγια μέρα ξημερώνει»
Ευαγγελισμός της Θεοτόκου κι ευαγγελισμός του Γένους! Διπλό το «Χαῖρε», διπλή η χαρά!
Επιμέλεια κειμένου για τη γιορτή της 25η Μαρτίου 2020: Σουζάνα Καρανάσιου
Με το πρώτο «Χαῖρε Κεχαριτωμένη Μαρία», άγγελος Κυρίου ευαγγελίζεται τη σάρκωση του Θεού Λόγου και τη λύτρωση του ανθρώπου από τα δεσμά της αμαρτίας και του θανάτου. Αιώνων βάρη και στεναγμοί, μετουσιώνονται σ’ έναν νικηφόρο ύμνο, που ταξιδεύει στα πέρατα της πονεμένης γης και αναπέμπεται στα ουράνια ως θυμίαμα ευχαριστήριο και δοξαστικό! Συντρίβονται τα δεσμά της αμαρτίας και του θανάτου κι ανοίγεται για τον άνθρωπο η μέγιστη δυνατότητα ελευθερίας, η ελευθερία του ανθρωπίνου προσώπου κι η προοπτική της θέωσης που προσφέρεται ως δώρο της άπειρης θείας Αγάπης με την ενανθρώπιση του Κυρίου μέσω της Θεοτόκου.
Με το δεύτερο «Χαῖρε, ὦ χαῖρε Λευτεριά», ο ποιητής γίνεται η φωνή του Γένους και ευαγγελίζεται την ανάστασή του από τα δεσμά της δουλείας. Από τη θλιβερή ημέρα της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης, στις 29 Μαΐου 1453, που ο Βυζαντινός δικέφαλος αετός δίπλωνε βαριά πληγωμένος τα φτερά του κι η μαύρη νύχτα της σκλαβιάς κάλυπτε τον εθνικό ορίζοντα, η ελπίδα και η πίστη για την απελευθέρωση φτέρωνε τις καρδιές των Ελλήνων. Τετρακόσια σχεδόν χρόνια η αδούλωτη ελληνική ψυχή κυοφορούσε με τρόπο σιωπηλό, μυστικό, μεγαλειώδη το θαύμα του ’21. Και επρόκειτο πραγματικά για θαύμα. Σύσσωμος ένας ολόκληρος λαός φτωχός, ματωμένος, ταπεινωμένος, εξουθενωμένος, εγκαταλελειμμένος από τους ισχυρούς της εποχής, ορθώνει περήφανα το ανάστημά του και ρίχνεται με πίστη και πάθος στον αγώνα για τη ανάστασή του. Με πίστη στο δίκαιο του Αγώνα και στην βοήθεια του Θεού «που υπέγραψε την ελευθερία της Ελλάδος και δεν παίρνει πίσω την υπογραφή του», ο μικρός Δαβίδ νίκησε τον Γολιάθ. Γιατί σύμφωνα με τον ποιητή Ανδρέα Κάλβο: «ὁ Θεός βοηθεῖ δικαίους ἀγῶνας, πού κινεῖ ὁ πάτριος ἔρως».
Οι Έλληνες άρχισαν τον πόλεμο του 1821 ολιγάριθμοι και σχεδόν άοπλοι, χωρίς οργανωμένο και πειθαρχημένο στρατό. Ήταν υποχρεωμένοι να πολεμήσουν εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που διέθετε πολυάριθμο και άρτια εξοπλισμένο στρατό. Η ιδέα του χρέους όμως εμψύχωνε και δυνάμωνε τους Έλληνες ώστε να υπερισχύσουν των Τούρκων, όπως άλλοτε και οι Μαραθωνομάχοι και Σαλαμινομάχοι υπερίσχυσαν των Περσών. Ο αγώνας του 1821 ήταν καθολικός. Δεν ήταν έργο των ολίγων, μιας τάξης ή μιας κοινωνικής ομάδας. Ήταν έργο όλων των Ελλήνων και όλων των περιοχών, πλουσίων και πτωχών, μορφωμένων και αγραμμάτων. Ήταν αγώνας «υπέρ βωμών και εστιών, για του Χριστού την πίστη την Αγία και της Πατρίδας την Ελευθερία». Ήταν αγώνας για το «ποθούμενο».
Ρώτησαν κάποτε τον πυρπολητή Κανάρη, τον σεμνό ήρωα του ’21 που έγινε κατόπιν ναύαρχος, υπουργός και πρωθυπουργός:
– Πώς τον έκανες τον άθλο ναύαρχε;
Κι αυτός απάντησε:
– Να, ξύπνησα ένα πρωί κι είπα: Κωνσταντή, θα πεθάνεις!
Σ’ αυτό το «θα πεθάνεις», βρισκόταν η ηθική δύναμή του. Αυτή τον έριξε στη θάλασσα, όπλισε τα στιβαρά του χέρια, άναψε το δαυλό κι έκαψε τον τουρκικό στόλο.
Αυτή η ατίμητη ηθική δύναμη οδηγούσε τους Μεσολογγίτες, τις γυναίκες του Ζαλόγγου, τον Σαμουήλ στο Κούγκι, τον Διάκο στην Αλαμάνα, τον Παπαφλέσσα στο Μανιάκι, τον Κολοκοτρώνη, τον Μακρυγιάννη, τον Μάρκο Μπότσαρη και τόσους άλλους.. Έτσι κερδήθηκε η λευτεριά, που αναδύθηκε «απ’ τα κόκκαλα των Ελλήνων τα ιερά».
Ξημερώνει και φέτος η μεγάλη γιορτή. Με κλειστές εκκλησιές, με κλειστά σχολεία, με απαγόρευση κυκλοφορίας, σαν να ζούμε σε συνθήκες ενός ιδιότυπου πολέμου, που οι μάχες είναι καθημερινές, με ήττες και με νίκες, με ελπίδα και φόβο, με ανησυχία για το τέλος. Και πώς θα γιορτάσουμε φέτος; Κλεισμένοι στα σπίτια μας, χωρίς τραγούδια, χωρίς παρελάσεις, χωρίς κατάθεση στεφάνων, χωρίς πανηγυρικούς λόγους; Κάτι έχουν να μας πουν σίγουρα εκείνοι οι σπουδαίοι μας πρόγονοι, που σε πολύ χειρότερες συνθήκες δεν έχασαν την πίστη τους, την αισιοδοξία τους, την προσήλωση στον στόχο τους, εκείνοι που, κόντρα σε κάθε ανθρώπινη δύναμη και λογική, πίστεψαν και έζησαν το θαύμα.
Ας ακούσουμε τον Γέρο του Μοριά, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, στον λόγο –πνευματική παρακαταθήκη προς τους νέους– που εκφώνησε στην Πνύκα τον Οκτώβριο του 1838:
«Ὅταν ἀποφασίσαμε νὰ κάμωμε τὴν Ἐπανάσταση, δὲν ἐσυλλογισθήκαμε οὔτε πόσοι εἴμεθα, οὔτε πὼς δὲν ἔχομε ἄρματα, οὔτε ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἐβαστοῦσαν τὰ κάστρα καὶ τὰς πόλεις, ἀλλὰ ὡς μία βροχὴ ἔπεσε εἰς ὅλους μας ἡ ἐπιθυμία τῆς ἐλευθερίας μας, καὶ ὅλοι, καὶ ὁ κλῆρος μας καὶ οἱ προεστοὶ καὶ οἱ καπεταναῖοι καὶ οἱ πεπαιδευμένοι καὶ οἱ ἔμποροι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅλοι ἐσυμφωνήσαμε εἰς αὐτὸ τὸ σκοπὸ καὶ ἐκάμαμε τὴν Ἐπανάσταση…. Πρέπει να φυλάξετε τὴν πίστη σας καὶ νὰ τὴν στερεώσετε, διότι, ὅταν ἐπιάσαμε τὰ ἄρματα, εἴπαμε πρῶτα ὑπὲρ πίστεως καὶ ἔπειτα ὑπὲρ πατρίδος…
Νὰ μὴν ἔχετε πολυτέλεια, να μὴν πηγαίνετε εἰς τοὺς καφενέδες καὶ τὰ μπιλιάρδα. Νὰ δοθεῖτε εἰς τὰς σπουδάς σας καὶ καλύτερα νὰ κοπιάσετε ὀλίγον, δύο καὶ τρεῖς χρόνους καὶ νὰ ζήσετε ἐλεύθεροι εἰς τὸ ἐπίλοιπο τῆς ζωῆς σας, παρὰ νὰ περάσετε τέσσαρους – πέντε χρόνους τὴ νεότητά σας, καὶ να μείνετε ἀγράμματοι. Νὰ σκλαβωθεῖτε εἰς τὰ γράμματά σας. Νὰ ἀκούετε τὰς συμβουλὰς τῶν διδασκάλων καὶ γεροντοτέρων, καὶ κατὰ τὴν παροιμία, «μύρια ἤξευρε καὶ χίλια μάθαινε»…
Εἰς ἐσᾶς μένει νὰ ἰσάσετε καὶ νὰ στολίσετε τὸν τόπο, ὁποὺ ἡμεῖς ἐλευθερώσαμε· καί, διὰ νὰ γίνῃ τοῦτο, πρέπει νὰ ἔχετε ὡς θεμέλια της πολιτείας τὴν ὁμόνοια, τὴν θρησκεία, καὶ τὴν φρόνιμον ἐλευθερία».
Ας ακούσουμε και τον μεγάλο ποιητή μας, Κωστή Παλαμά, που στην ποιητική του σύνθεση «Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου», στον δωδέκατο λόγο με τίτλο «Προφητικός», εκφράζοντας τη συνείδηση του έθνους του, παρουσιάζει τον πρωταγωνιστή του ως σύμβολο της ελεύθερης, αδούλωτης ψυχής και της δημιουργικής δράσης που δεν σταματάει πουθενά, δεν υποτάσσεται σε τίποτε, αλλά προχωρεί συνεχώς γκρεμίζοντας τα παλιά και τα σάπια και χτίζοντας τα καινούρια και τα γερά.
«…Όσο να σε λυπηθεί της αγάπης ο Θεός,
και να ξημερώσει μιαν αυγή,
και να σε καλέσει ο λυτρωμός…
και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί
να κατρακυλήσεις πιο βαθιά στου Κακού τη σκάλα,
για τ’ ανέβασμα ξανά που σε καλεί
θα αιστανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!
τα φτερά, τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!»
Σήμερα, λοιπόν, μέσα στην ατμόσφαιρα της αβεβαιότητας, του φόβου, της αγωνιώδους αναμονής για την έκβαση της πανδημίας, αλλά και της λησμονιάς ή και περιφρόνησης των οσίων και ιερών του γένους μας, ας θυμηθούμε, ας μελετήσουμε κι ας κρατήσουμε με ευγνωμοσύνη τις ατίμητες αξίες που προβάλλουν μπροστά μας οι ηρωικοί προγονοί μας: την πίστη στην Υπέρμαχο Στρατηγό, την ομοψυχία, την υποταγή του «εγώ» στο «εμείς», την αγάπη για τα γράμματα και την πρόοδο της πατρίδας, την ελπίδα και την αισιοδοξία για καινούργια ταξίδια σε φωτεινούς ορίζοντες! Μας διδάσκουν πως «εκτός από την υποτακτική της ταπείνωσης, υπάρχει η προστακτική του θάρρους και η ευκτική του ονείρου.».