Ο σεπτέμβρης με την ήρεμη ζέστη και τα θολά απογεύματά του, είναι ο μήνας της επιστροφής για όλους εμάς που δένουμε την καθημερινότητά μας με τις σχολικές αίθουσες: μαθητές και μαθήτριες, δάσκαλοι κάθε βαθμίδας μετράμε το χρόνο ξεκινώντας απ΄τον σεπτέμβρη, το πρώτο χτύπημα του κουδουνιού, τα θρανία και τους πίνακες..
Ο νεαρός βοσκός του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη[1], αγράμματος κι αθώος, ένιωσε τη μαγεία της θάλασσας που «ελιμπίστηκε» ένα καλοκαιριάτικο απόγευμα:
Μίαν ἑσπέραν, καθώς εἶχα κατεβάσει τά γίδια μου κάτω εἰς τόν αἰγιαλόν, ἀνάμεσα εἰς τούς βράχους, ὅπου ἐσχημάτιζε χιλίους γλαφυρούς κολπίσκους καί ἀγκαλίτσες τό κῦμα, ὅπου ἀλλοῦ ἐκυρτώνοντο οἱ βράχοι εἰς προβλῆτας καί ἀλλοῦ ἐκοιλαίνοντο εἰς σπήλαια· καί ἀνάμεσα εἰς τούς τόσους ἑλιγμούς καί δαιδάλους τοῦ νεροῦ, τό ὁποῖον εἰσεχώρει μορμυρίζον, χορεῦον μέ ἀτάκτους φλοίσβους καί ἀφρούς, ὅμοιον μέ τό βρέφος τό ψελλίζον, πού ἀναπηδᾷ εἰς τό λῖκνόν του καί λαχταρεῖ νά σηκωθῇ καί νά χορεύσῃ εἰς τήν χεῖρα τῆς μητρός πού τό ἔψαυσε — καθώς εἶχα κατεβάσει, λέγω, τά γίδια μου διά ν’ «ἁρμυρίσουν» εἰς τήν θάλασσαν, ὅπως συχνά ἐσυνήθιζα, εἶδα τήν ἀκρογιαλιάν πού ἦτον μεγάλη χαρά καί μαγεία, καί τήν «ἐλιμπίστηκα», κ’ ἐλαχτάρησα νά πέσω νά κολυμβήσω. Ἦτον τόν Αὔγουστον μῆνα. […]Ἐπέταξα ἀμέσως τό ὑποκάμισόν μου, τήν περισκελίδα μου, κ’ ἔπεσα εἰς τήν θάλασσαν. Ἐπλύθην, ἐλούσθην, ἐκολύμβησα ἐπ’ ὀλίγα λεπτά τῆς ὥρας. ᾘσθανόμην γλύκαν, μαγείαν ἄφατον, ἐφανταζόμην τόν ἑαυτόν μου ὡς νά ἤμην ἕν μέ τό κῦμα, ὡς νά μετεῖχον τῆς φύσεως αὐτοῦ, τῆς ὑγρᾶς καί ἁλμυρᾶς καί δροσώδους. Δέν θά μοῦ ἔκανε ποτέ καρδιά νά ἔβγω ἀπό τήν θάλασσαν, δέν θά ἐχόρταινα ποτέ τό κολύμβημα..
Και στην άλλη όχθη του πελάγους, στη θαλασσοφίλητη Κύπρο, ο κοσμογυρισμένος Γιώργος Σεφέρης[2] έχανε τον ύπνο του τις δροσερές νύχτες ακούγοντας ένα θλιμμένο αηδόνι:
συ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους..
Η δική τους ευαισθησία αναγνώρισε την πηγή της άφατης ευτυχίας που αφήνει το θέρος, σ΄όλους εμάς που τότε εμπιστευόμαστε την αγκαλιά της φύσης, ὡς νά μετείχομεν τῆς φύσεως…
Μόνο που το φετινό καλοκαίρι, την ανέμελη αυτή απόλαυση διέκοπταν λέξεις και φράσεις, ειδήσεις κι εικόνες, που ηχούσαν δυσοίωνα για τα επόμενα καλοκαίρια και τους χειμώνες ολόκληρης της ανθρωπότητας: η καταστροφή στα δάση του Αμαζόνιου, η κλιματική αλλαγή, το σημάδι του πλαστικού μας πολιτισμού στα βάθη της θάλασσας και στα σπλάχνα των ανυποψίαστων οργανισμών, οι παγετώνες που εγκαταλείπουν την προαιώνια φυσική τους θέση, όλο και πιο ξεκάθαρα απειλούν και διαταράσσουν την ευαίσθητη και πολύτιμη ισορροπία ενός πλανήτη που βρίσκεται πια αντιμέτωπος με την ανθρώπινη δράση, κι όχι συνοδοιπόρος και σύμμαχος..
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.
ευλαβικά πριν μπουν στο τελεστήριο
τώρα πετάνε τ’ αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούργιο παν να δουν διυλιστήριο.
Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
άδεια κορμιά σιδερικά παιδιά κι ελάσματα.
Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.