κάθε σεπτέμβρη…
Σεπ 11 2019
επιστροφή..

Ο σεπτέμβρης με την ήρεμη ζέστη και τα θολά απογεύματά του, είναι ο μήνας της επιστροφής για όλους εμάς που δένουμε την καθημερινότητά μας με τις σχολικές αίθουσες: μαθητές και μαθήτριες, δάσκαλοι κάθε βαθμίδας μετράμε το χρόνο ξεκινώντας απ΄τον σεπτέμβρη, το πρώτο χτύπημα του κουδουνιού, τα θρανία και τους πίνακες..

Γυρνάμε με την ανταύγεια του καλοκαιριού στη ματιά, με μια ηρεμία που έχει αφήσει δύναμη κι αισιοδοξία σε ξεκούραστα σώματα και ανακουφισμένες ψυχές.. Κι αν αναρωτηθούμε πού οφείλεται αυτή η πνοή της ανανέωσης, κι αν απαντήσουμε ειλικρινά στους εαυτούς μας, θα ομολογήσουμε πως δεν είναι η ραστώνη κι η αδράνεια του καλοκαιριού η αιτία, αλλά η πολύτιμη κι όλο πιο σπάνια, δυσεύρετη και ποθητή για μας τους ανθρώπους της πόλης, επαφή με τη μαγεία της φύσης -κι ακόμα περισσότερο το βύθισμα στην ανεξάντλητη θάλασσα ή στη δροσιά του δάσους..

Ο νεαρός βοσκός του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη[1], αγράμματος κι αθώος, ένιωσε τη μαγεία της θάλασσας που «ελιμπίστηκε» ένα καλοκαιριάτικο απόγευμα:

Μαρία Φιλοπούλου, Κολυμβήτριες

Μίαν ἑσπέραν, καθώς εἶχα κατεβάσει τά γίδια μου κάτω εἰς τόν αἰγιαλόν, ἀνάμεσα εἰς τούς βράχους, ὅπου ἐσχημάτιζε χιλίους γλαφυρούς κολπίσκους καί ἀγκαλίτσες τό κῦμα, ὅπου ἀλλοῦ ἐκυρτώνοντο οἱ βράχοι εἰς προβλῆτας καί ἀλλοῦ ἐκοιλαίνοντο εἰς σπήλαια· καί ἀνάμεσα εἰς τούς τόσους ἑλιγμούς καί δαιδάλους τοῦ νεροῦ, τό ὁποῖον εἰσεχώρει μορμυρίζον, χορεῦον μέ ἀτάκτους φλοίσβους καί ἀφρούς, ὅμοιον μέ τό βρέφος τό ψελλίζον, πού ἀναπηδᾷ εἰς τό λῖκνόν του καί λαχταρεῖ νά σηκωθῇ καί νά χορεύσῃ εἰς τήν χεῖρα τῆς μητρός πού τό ἔψαυσε — καθώς εἶχα κατεβάσει, λέγω, τά γίδια μου διά ν’ «ἁρμυρίσουν» εἰς τήν θάλασσαν, ὅπως συχνά ἐσυνήθιζα, εἶδα τήν ἀκρογιαλιάν πού ἦτον μεγάλη χαρά καί μαγεία, καί τήν «ἐλιμπίστηκα», κ’ ἐλαχτάρησα νά πέσω νά κολυμβήσω. Ἦτον τόν Αὔγουστον μῆνα. […]Ἐπέταξα ἀμέσως τό ὑποκάμισόν μου, τήν περισκελίδα μου, κ’ ἔπεσα εἰς τήν θάλασσαν. Ἐπλύθην, ἐλούσθην, ἐκολύμβησα ἐπ’ ὀλίγα λεπτά τῆς ὥρας. ᾘσθανόμην γλύκαν, μαγείαν ἄφατον, ἐφανταζόμην τόν ἑαυτόν μου ὡς νά ἤμην ἕν μέ τό κῦμα, ὡς νά μετεῖχον τῆς φύσεως αὐτοῦ, τῆς ὑγρᾶς καί ἁλμυρᾶς καί δροσώδους. Δέν θά μοῦ ἔκανε ποτέ καρδιά νά ἔβγω ἀπό τήν θάλασσαν, δέν θά ἐχόρταινα ποτέ τό κολύμβημα..

Και στην άλλη όχθη του πελάγους, στη θαλασσοφίλητη Κύπρο, ο κοσμογυρισμένος Γιώργος Σεφέρης[2] έχανε τον ύπνο του τις δροσερές νύχτες ακούγοντας ένα θλιμμένο αηδόνι:

«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»
Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων,
συ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους..


Η δική τους ευαισθησία αναγνώρισε την πηγή της άφατης ευτυχίας που αφήνει το θέρος, σ΄όλους εμάς που τότε εμπιστευόμαστε την αγκαλιά της φύσης, ς νά μετείχομεν τς φύσεως

Μόνο που το φετινό καλοκαίρι, την ανέμελη αυτή απόλαυση διέκοπταν λέξεις και φράσεις, ειδήσεις κι εικόνες, που ηχούσαν δυσοίωνα για τα επόμενα καλοκαίρια και τους χειμώνες ολόκληρης της ανθρωπότητας: η καταστροφή στα δάση του Αμαζόνιου, η κλιματική αλλαγή, το σημάδι του πλαστικού μας πολιτισμού στα βάθη της θάλασσας και στα σπλάχνα των ανυποψίαστων οργανισμών, οι παγετώνες που εγκαταλείπουν την προαιώνια φυσική τους θέση, όλο και πιο ξεκάθαρα απειλούν και διαταράσσουν την ευαίσθητη και πολύτιμη ισορροπία ενός πλανήτη που βρίσκεται πια αντιμέτωπος με την ανθρώπινη δράση, κι όχι συνοδοιπόρος και σύμμαχος..

Κι εμείς; Δάσκαλοι των παιδιών που αύριο και μεθαύριο και τα επόμενα χρόνια θα ζήσουν σ΄αυτόν τον πλανήτη, θα ξεκινήσουμε με μάτια κλειστά και σιωπηλοί αυτή τη χρονιά; Θα αφήσουμε, κρύβοντας την ανησυχία μας ή εθελοτυφλώντας, τα νέα παιδιά να αδιαφορήσουν ή οφείλουμε να τους δείξουμε την αλήθεια και τον κίνδυνο;

Πολλά χρόνια πριν, ένας άλλος ποιητής, ο Νίκος Γκάτσος, με την απίστευτη δύναμη της μουσικής του Μάνου Χατζιδάκι, μιλώντας για την Ελευσίνα, πολιτιστική πρωτεύουσα σε δυο χρόνια της Ευρώπης, ζωγράφισε τον «Εφιάλτη της Περσεφόνης»[3]:

Εκεί που φύτρωνε φλησκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.
Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
ευλαβικά πριν μπουν στο τελεστήριο
τώρα πετάνε τ’ αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούργιο παν να δουν διυλιστήριο.
Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
άδεια κορμιά σιδερικά παιδιά κι ελάσματα.
Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.


Αυτόν τον ζεστό σεπτέμβρη, χρέος κι ανάγκη μας, οφειλή στους μαθητές και τις μαθήτριές μας, νιώθουμε πως είναι να αντιτάξουμε στον εφιάλτη ένα δραστήριο κι ενεργητικό χαμόγελο: η δεκαεξάχρονη Γκρέτα συμβολίζει ίσως με το πάθος και την ορμητικότητά της την ανάγκη μιας συνειδητής, ώριμης και μαζί δυναμικής ενεργοποίησης. Στόχο αυτής της χρονιάς, και κάθε χρονιάς.., ας κάνουμε την αφύπνιση μιας εφιαλτικά κοιμισμένης περιβαλλοντικής συνείδησης, για να μπορούμε πάντα να γυρνάμε τον σεπτέμβρη γεροί κι ανάλαφροι, καθαρμένοι και πλουτισμένοι απ΄τον ανασασμό των φύλλων και την άφατον μαγείαν της δροσώδους θάλασσας..
καλή χρονιά, χαρούμενη, δημιουρική,
 γεμάτη γνώση και συνείδηση για όλους μας
[σεπτέμβριος 2019]


[1] Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Όνειρο στο κύμα (1900)
[2] Γιώργος Σεφέρης, Ελένη (1955)
[3] Νίκος Γκάτσος (στίχοι) -Μάνος Χατζιδάκις (μουσική), από Τα Παράλογα (1976)