Ο λεμονοστείφτης που έγινε υπερήρωας – Εργαστήριο δημιουργικής επικοινωνίας με επίκεντρο την αίσθηση της αφής στο πλαίσιο του μαθήματος της Τεχνολογίας
Ιούν 29 2023

Αντιλαμβανόμαστε τα αντικείμενα και τον κόσμο γύρω μας με όλες μας τις αισθήσεις. Στη σύγχρονη καθημερινότητα ωστόσο, κατακλυζόμαστε από αμέτρητα οπτικά ερεθίσματα.  Στο μάθημα της Τεχνολογίας οι μαθήτριες και οι μαθητές της Γ’ τάξης, κλήθηκαν να συμμετέχουν σε ένα ιδιαίτερο εργαστήριο δημιουργικής επικοινωνίας στο οποίο πρωταγωνιστικό ρόλο είχε η αίσθηση της αφής. Ο διακεκριμένος Φινλανδός αρχιτέκτονας και στοχαστής Γιούχανι Πάλλασμαα στο θεωρητικό έργο του «Τα Μάτια του Δέρματος» (σε μετάφραση Γιάννη και Παναγιώτη Τουρνικιώτη) κάνει λόγο για την κυριαρχία της όρασης στον τεχνολογικό πολιτισμό και την καταστολή των υπόλοιπων αισθήσεων. Η αποστασιοποιημένη, πολλές φορές, όραση μάς καθιστά απλούς παρατηρητές του κόσμου, ενώ ο συνδυασμός των αισθήσεων μάς επιτρέπει να βιώνουμε οι ίδιοι τον εαυτό μας ως συμμέτοχο στη «σάρκα του κόσμου» και  ολοκληρώνει αισθητηριακά την εμπειρία του κόσμου αλλά και του εαυτού.

Με παιδαγωγικό στόχο την αναγνώριση της σημασίας μιας πολυαισθητηριακής αντίληψης του κόσμου, την καλλιέργεια των δεξιοτήτων της ενεργητικής ακρόασης, της συνεργασίας και την ανάπτυξη του προφορικού λόγου, τα παιδιά καλούνταν να περιγράψουν ένα αντικείμενο και να δώσουν οδηγίες για την κατασκευή του, αξιοποιώντας μονάχα την απτική τους αντίληψη για τα αντικείμενα αυτά, δηλαδή χωρίς να τα δουν. Διάφορα αντικείμενα της σχολικής και οικιακής καθημερινότητας πέρασαν από τα χέρια των παιδιών που όλα τους αναγνώρισαν ότι, παρά τον ευχάριστο χαρακτήρα της δραστηριότητας, ο βαθμός δυσκολίας ήταν αρκετά υψηλός, καθώς απαιτούσε συγκέντρωση, σαφήνεια- τόσο από εκείνον που δίνει τις οδηγίες, όσο και από εκείνον που τις ακολουθεί- πειθαρχία και μνήμη.

Το εργαστήριο ολοκληρώθηκε με την συνέργεια μεταξύ των μαθημάτων Τεχνολογίας και Νέων Ελληνικών. Στα Νέα Ελληνικά τα παιδιά αξιοποιώντας όσα διδάχτηκαν για τις παρομοιώσεις και τις μεταφορές, προχώρησαν και στην παραγωγή γραπτού λόγου. Η εύστοχη περιγραφή του μαθητή Αχιλλέα Ναλμπαντίδη «ένα αντικείμενο, όπως αυτό που στείβουμε.. μόνο που φοράει, μια ανάποδη μπέρτα!» έδωσε το έναυσμα, ώστε τα παιδιά να αρχίσουν να συνθέτουν τους δικούς τους λεμονοστείφτες υπερήρωες για τους οποίους έγραψαν σειρά κειμένων. Παρατίθεται ενδεικτικά το κείμενο της μαθήτριας Αγγελικής Ζαχαριάδου από το τμήμα Γ1. Τη φωτογράφιση των αντικειμένων έκανε ο μαθητής του τμήματος Β3 Χάρης Σπερελάκης. Το δραστηριότητα υποστήριξε ο φιλόλογος Λεωνίδας Κατσικαρίδης και τον παιδαγωγικό σχεδιασμό και την επιμέλεια του εργαστηρίου είχε η καθηγήτρια Τεχνολογίας Αθηνά Φουστέρη.

Κάποτε, τα χρόνια που τα δέντρα έπεφταν για ύπνο ήσυχα, υπήρχε ένας υπερήρωας ξακουστός μέχρι τον πάτο της θάλασσας. Πρόθυμος να βοηθήσει όλους τους ανθρώπους, πετούσε με τη μαγική μπέρτα του, που καμιά φορά γυρνούσε ανάποδα λόγω της μεγάλης ταχύτητας με την οποία προσπερνούσε τα αστέρια. Μπορούσε να κάνει τα πάντα, από το να βοηθήσει κάποιον να χτίσει το σπίτι του μέχρι να δαμάσει τον ουρανό, όταν γινόταν άγριος. Μια μέρα όμως αναδύθηκε από το πυκνό χώμα της σκέψης ένας εφευρέτης και έδειξε  στους ανθρώπους πώς να κάνουν τα πάντα χωρίς της βοήθεια του υπερήρωα. Λίγες περιστροφές του ήλιου αργότερα, κανείς δε θυμόταν πια τον υπερήρωα. Κανείς δε χρειαζόταν τη βοήθειά του, αφού είχαν βρει τρόπο μέχρι και να γράφουν στον αέρα. Η γεύση της ζωής του ήταν κενή. Το μόνο πράγμα που του είχε απομείνει ήταν η ανάποδη μπέρτα του. Την έβγαλε και την άπλωσε σε ένα ετοιμόρροπο τραπέζι σαν τραπεζομάντηλο. Αποφάσισε να χαρίσει τις δυνάμεις του στο ανέμελο νερό και να κουβαλήσει τα ασήκωτα χαρτιά μιας ανθρώπινης ανάσας. Προσπάθησε πολύ. Έψαξε σε κάθε τετράγωνο, επτάγωνο και τριαντάγωνο της ατέλειωτης πόλης των ανθρώπων αλλά μάταια. Δε βρήκε καμία δουλειά που να μπορεί να κάνει. Απογοητευμένος, σκαρφάλωσε στα σφιγμένα κλαδιά μιας λεμονιάς ρίχνοντας όλα τα λεμόνια κάτω. Τότε θυμήθηκε τα λόγια που του είχε πει η μητέρα του, όταν ήταν μικρός: «όταν η ζωή σου δίνει λεμόνια, κάνε λεμονάδα». Και αυτό ακριβώς έκανε. Άρχισε να μαζεύει τα λεμόνια και να τα στύβει. Ύστερα έστησε έναν πάγκο και πουλούσε λεμονάδα. Σύντομα έγινε γνωστός σε όλη την πόλη, διότι η λεμονάδα του είχε μια πολύ ιδιαίτερη γεύση, εξ αιτίας του τρόπου με τον οποίο έστυβε τα λεμόνια. Δεν τα πίεζε, αλλά τους ψιθύριζε τα χρυσαφένια μυστικά των ακτίνων της σελήνης και έτσι τα λεμόνια κυλούσαν ανάλαφρα και γίνονταν λεμονάδα. Του έβγαλαν το παρατσούκλι «λεμονοστίφτης» και κάθε μέρα όλος ο κόσμος πήγαινε να πάρει λίγη από τη λεμονάδα του. Ο λεμονοστίφτης, καθώς έβλεπε τη χαρά στα μάτια τους, ένιωθε μια απαλή ζεστασιά σαν να βρισκόταν μπροστά σε αναμμένο τζάμι. Πλέον δε νοσταλγούσε τις μέρες που ήταν υπερήρωας. Είχε βρει άλλον τρόπο να κάνει τα χαμόγελα των ανθρώπων να ανθίζουν. Έστυβε λεμόνια.

Αγγελική Ζαχαριάδου